- αταυρωτος
- ἀταύρωτοςἀταύρωτος, ἀταυρώτηadj. f девственная Aesch., Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀταύρωτος — unwedded masc nom sg ἀταύρωτος unwedded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αταύρωτος — ἀταύρωτος, ον (Α) [ταυρώ] (για κόρη) παρθένος … Dictionary of Greek
ἀταυρώτη — ἀταύρωτος unwedded fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταυρώτην — ἀταύρωτος unwedded fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)